ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΕΣ ΣΤΗΝ ''Κ''

Κυπριακές τράπεζες: η σταθερότητα του σήμερα, οι προκλήσεις του αύριο

Αυτή την περίοδο η Κύπρος διαθέτει έναν σταθερό χρηματοπιστωτικό τομέα. Ο τραπεζικός κλάδος καταγράφει ισχυρούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, υψηλή κερδοφορία και θετικές αξιολογήσεις από τους διεθνείς οίκους. Στις αρχές Μαΐου 2025, η Τράπεζα Κύπρου απέσπασε την υψηλότερη αξιολόγηση καταθέσεων μεταξύ όλων των τραπεζών σε Κύπρο και Ελλάδα από τη Moody’s. Η μακροπρόθεσμη αξιολόγηση αναβαθμίστηκε σε A3 από Baa1, με σταθερή προοπτική, χωρίς να αποκλείεται και νέα αναβάθμιση εφόσον συνεχιστεί η βελτίωση των επιδόσεων και του επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Συνολικά, από τον Μάρτιο του 2025, η Τράπεζα Κύπρου διαθέτει επενδυτική βαθμίδα και από τους τρεις μεγάλους οίκους (Moody’s, S&P, Fitch). Από την πλευρά της, η Ελληνική Τράπεζα, τώρα Eurobank, έχει αξιολογήσεις baa1 και bbb- από Moody’s και Fitch αντίστοιχα, που επίσης κατατάσσονται στην επενδυτική βαθμίδα.

Οι εξελίξεις αυτές αναμφίβολα ενισχύουν την εμπιστοσύνη επενδυτών και αγορών προς τις κυπριακές τράπεζες, επιτρέποντάς τους να αντλούν χρηματοδότηση ευκολότερα και με χαμηλότερο κόστος. Το μειωμένο κόστος δανεισμού, σε συνδυασμό με τις μειώσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ, άρχισε να μετακυλίεται σε δανειολήπτες, νοικοκυριά και επιχειρήσεις, ενισχύοντας την κατανάλωση και τις επενδύσεις. Πέραν αυτού, η βελτίωση της πιστοληπτικής αξιολόγησης των τραπεζών έχει στρατηγική σημασία για το σύνολο της οικονομίας: ένα υγιές χρηματοπιστωτικό σύστημα αποτελεί προϋπόθεση για την προσέλκυση επενδύσεων, την ενδυνάμωση της ανταγωνιστικότητας και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.

Σε αυτά τα δεδομένα να προστεθεί βεβαίως ότι τα τελευταία χρόνια ο τραπεζικός τομέας κατέγραψε ιστορικά κέρδη. Το 2023 ανήλθαν στα 1,1 δισ. ευρώ και το 2024 ξεπέρασαν τα 1,2 δισ. ευρώ. Η Τράπεζα Κύπρου, λόγω αυτής της υψηλής κερδοφορίας, ξεκίνησε ξανά –από τον Ιούνιο του 2023 και μετά από 12 χρόνια– την καταβολή μερίσματος στους μετόχους. Από την πλευρά της, η Ελληνική Τράπεζα δεν είχε μέχρι τον Απρίλιο 2024 την έγκριση του SSM για διανομή μερίσματος, ενώ λόγω της εξαγοράς της από την Eurobank πάγωσε την καταβολή και για το 2024.

Δύο πιθανές προκλήσεις

Χωρίς να παραβλέπουμε αυτές τις προφανώς θετικές εξελίξεις, οφείλουμε παρ’ όλα αυτά να επισημάνουμε ότι ο τραπεζικός τομέας μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπος με δύο σημαντικές προκλήσεις. Η Πολιτεία πρέπει να τις αξιολογήσει εγκαίρως και να είναι έτοιμη να δράσει, αν χρειαστεί. Με σωστή στρατηγική, οι προκλήσεις αυτές μπορούν να μετατραπούν σε ευκαιρίες· χωρίς αυτήν, να εξελιχθούν σε σοβαρούς κινδύνους. Ας τις δούμε αναλυτικά:

1. Η υπερβάλλουσα ρευστότητα

Μέχρι σήμερα η πλεονάζουσα ρευστότητα απέφερε εύκολα κέρδη στις τράπεζες, καθώς τοποθετούνταν στην Κεντρική Τράπεζα Κύπρου και την ΕΚΤ με υψηλά επιτόκια, μηδενικό ρίσκο και χωρίς κόστος. Όμως, συχνά τα μεγάλα προβλήματα χτίζονται σε περιόδους που όλα δείχνουν «ρόδινα» – όπως το 2010-2011, όταν η υπερβάλλουσα ρευστότητα οδήγησε σε υπερβολικές χορηγήσεις και ριψοκίνδυνες επενδύσεις, με τα γνωστά σε όλους αποτελέσματα.

Σήμερα, με τον πληθωρισμό να αποκλιμακώνεται και τα επιτόκια της ΕΚΤ να έχουν μειωθεί, τα έσοδα από την πλεονάζουσα ρευστότητα θα συνεχίσουν αλλά σε πιο χαμηλό επίπεδο. Οι τράπεζες θα κληθούν να αποφασίσουν αν θα αυξήσουν τις εγχώριες δανειοδοτήσεις. Όμως, μια απότομη αύξηση μπορεί να προκαλέσει «υπερθέρμανση», ιδίως αν αφορά κυρίως καταναλωτικά και όχι παραγωγικά δάνεια. Επιπλέον, το ιδιωτικό χρέος στην Κύπρο είναι ήδη από τα υψηλότερα στην Ευρώπη, φτάνοντας το 136% του ΑΕΠ. Σύμφωνα με την Κεντρική Τράπεζα, τον Μάρτιο 2025 τα δάνεια νοικοκυριών και επιχειρήσεων ξεπερνούσαν τα 25 δισ. ευρώ. Αν προστεθούν περίπου 20 δισ. που βρίσκονται εκτός τραπεζικού συστήματος (σε εταιρείες εξαγοράς πιστώσεων), το συνολικό ιδιωτικό χρέος υπερβαίνει τα 45 δισ. ευρώ, έναντι ΑΕΠ 33 δισ. το 2024.

Η πρόκληση λοιπόν είναι πώς θα διοχετευτεί η πλεονάζουσα ρευστότητα σε συνθήκες χαμηλών επιτοκίων χωρίς να δημιουργηθεί νέα φούσκα. Αν και δεν αναμένεται η ΕΚΤ να επιστρέψει σε αρνητικά επιτόκια –ώστε οι τράπεζες θα συνεχίσουν να έχουν μειωμένα, έστω, κέρδη– απαιτείται στρατηγική, ώστε η υπερβάλλουσα ρευστότητα να μετατραπεί σε ευκαιρία και όχι σε κίνδυνο.

Το ζήτημα δεν αφορά μόνο την Κύπρο. Η αποκλιμάκωση των επιτοκίων επηρεάζει και τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες διαθέτουν άφθονη ρευστότητα για επενδύσεις, πάνω από 6 δισ. ευρώ σε τριετή ορίζοντα. Αυτή η δυναμική μπορεί να οδηγήσει σε νέα προσπάθεια εξαγοράς και της Τράπεζας Κύπρου, μετά τις πρόσφατες κινήσεις της Eurobank (Ελληνική Τράπεζα) και της Alpha Bank (Astrobank).

2. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς

Η δεύτερη πρόκληση αφορά λοιπόν τον έλεγχο των κυπριακών τραπεζών. Στο υποθετικό –αλλά ρεαλιστικό– σενάριο όπου όλες οι μεγάλες τράπεζες της χώρας θα περάσουν σε ελληνικά χέρια, πάνω από το 70% των καταθέσεων και το 80% των χορηγήσεων θα ελέγχεται από αυτές. Η πρόκληση δεν έγκειται ότι θα ελέγχονται από ελληνικές τράπεζες – το ίδιο ζήτημα θα υπήρχε με οποιαδήποτε άλλη χώρα. Το πρόβλημα είναι η συγκέντρωση του country risk: οι οικονομικές, κοινωνικές ή πολιτικές συνθήκες στην ιδιοκτήτρια χώρα, όποια και να είναι αυτή, επηρεάζουν αναπόφευκτα και το κυπριακό τραπεζικό σύστημα. Όσο η ελληνική οικονομία πάει καλά, το σενάριο είναι θετικό. Στην απευκταία περίπτωση όμως ενός «σοκ» στην Ελλάδα, η Κύπρος θα βρεθεί αντιμέτωπη με σοβαρούς κινδύνους.

Ένα συγγενές ζήτημα είναι και η χρήση των κυπριακών καταθέσεων. Με ένα μελλοντικό ιδιοκτησιακό καθεστώς όπως αυτό που περιγράφηκε, είναι πιθανό οι καταθέσεις να κατευθυνθούν σε χορηγήσεις στο εξωτερικό, ακόμη και σε αγορές υψηλού ρίσκου εκτός Ε.Ε. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν έντονη διεθνή παρουσία: η Eurobank δραστηριοποιείται στη Βουλγαρία, στο Λουξεμβούργο και στη Μέση Ανατολή, ενώ έφτασε μέχρι την Ινδία με γραφείο στη Βομβάη. Η Alpha Bank διατηρεί παρουσία σε Λονδίνο, Λουξεμβούργο και Ρουμανία, ενώ μέσω στρατηγικής συνεργασίας με τη UniCredit έχει πρόσβαση σε περισσότερες από δέκα αγορές. Συνεπώς, οι κυπριακές καταθέσεις μπορεί να εκτεθούν σε κινδύνους που δεν μπορούν να αξιολογήσουν οι ίδιοι οι καταθέτες.

Αναγκαία παρέμβαση της Κεντρικής Τράπεζας

Γι’ αυτόν τον λόγο είναι κρίσιμη η παρέμβαση της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου. Οφείλει να θεσπίσει κανόνες που θα περιορίζουν τη χρήση της υπερβάλλουσας ρευστότητας για δανειοδοτήσεις εκτός χώρας, καθορίζοντας ανώτατα όρια που θα αναθεωρούνται ανάλογα με τις εξελίξεις. Μόνο έτσι θα προστατευθούν οι καταθέτες από ρίσκα που δεν ελέγχουν.

Εξίσου σημαντικό είναι να θωρακιστούν οι μικρότερες τράπεζες. Το περιορισμένο τους μέγεθος και τα μικρά μερίδια αγοράς τις καθιστούν ευάλωτες σε εξαγορές από εταιρείες εκτός του παραδοσιακού τραπεζικού χώρου, που δραστηριοποιούνται σε τομείς υψηλού ρίσκου. Σε τέτοια περίπτωση, οι κίνδυνοι των δραστηριοτήτων αυτών είναι πιθανό να μεταφερθούν και στις τραπεζικές εργασίες, δηλαδή εκεί όπου βρίσκονται οι καταθέσεις των πολιτών. Η Κεντρική Τράπεζα πρέπει να θέσει σαφείς ασφαλιστικές δικλίδες, ώστε κάθε εξαγορά να ενισχύει το χρηματοπιστωτικό σύστημα συνολικά και να μην επιβαρύνει τους καταθέτες με δυσανάλογους κινδύνους.

Βεβαίως, μια τέτοια εξέλιξη μπορεί να δημιουργήσει και θετικές προοπτικές. Ο τομέας πληροφορικής και τεχνολογίας έχει τη δυνατότητα να συμβάλει ουσιαστικά στον ψηφιακό μετασχηματισμό του τραπεζικού συστήματος, εισάγοντας καινοτομία και νέα εργαλεία. Όμως η είσοδος παικτών με διαφορετική κουλτούρα ρίσκου πρέπει να ελέγχεται αυστηρά, ώστε οι ευκαιρίες της ψηφιακής εποχής να αξιοποιηθούν χωρίς να υπονομευθεί η σταθερότητα του συστήματος.

Συμπέρασμα

Η Κύπρος βρίσκεται για ακόμη μια φορά ενώπιον κρίσιμων επιλογών. Οι θετικές συνθήκες που επικρατούν σήμερα στον χρηματοπιστωτικό τομέα δεν πρέπει να μας οδηγήσουν σε εφησυχασμό. Αντιθέτως, είναι η στιγμή να θωρακίσουμε το μέλλον.

Με σωστή στρατηγική, οι προκλήσεις μπορούν να μετατραπούν σε μεγάλες ευκαιρίες ανάπτυξης: ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, προσέλκυση επενδύσεων, δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Χωρίς αυτήν, όμως, υπάρχει ο κίνδυνος οι ίδιες προκλήσεις να εξελιχθούν σε εθνικούς οικονομικούς κινδύνους, εκθέτοντας την οικονομία και τους πολίτες σε αβεβαιότητες που θα μπορούσαν να είχαν προβλεφθεί και αποφευχθεί.

Η ευθύνη είναι πρωτίστως πολιτική: πρέπει να ληφθούν έγκαιρα αποφάσεις που θα διασφαλίσουν ότι το χρηματοπιστωτικό μας σύστημα θα παραμείνει ανθεκτικό, ανεξάρτητο και ικανό να υπηρετεί την ανάπτυξη της χώρας και την ευημερία των πολιτών της.

*Ο κ. Αβέρωφ Νεοφύτου είναι τέως πρόεδρος του Δημοκρατικού Συναγερμού.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ Συνδεθείτε

ΑΛΛΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ

ΑΛΛΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

X

Μπες στο μυαλό των
αγαπημένων σου αρθρογράφων

Λάβε στο email σου το τελευταίο τους άρθρο στη στιγμή που δημοσιεύεται.

ΑΠΟΚΤΗΣΕ ΣΥΝΔΡΟΜΗ

Entipi Ekdosi Title

Λάβε στο email σου το τελευταίο τους άρθρο στη στιγμή που δημοσιεύεται.

ΑΠΟΚΤΗΣΕ ΣΥΝΔΡΟΜΗ