ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 
ΒΙΒΛΙΟ

Με πονά να βλέπω ανθρώπους να υποφέρουν

Απόστολος Κουρουπάκης

Απόστολος Κουρουπάκης

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

«Το θέμα της ταυτότητας για μένα είναι καθαρά βιωματικό», λέει ο ποιητής Αλέξανδρος Χρονίδης

Ο Αλέξανδρος Χρονίδης έλαβε το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας Νέου Λογοτέχνη για την ποιητική του συλλογή «Επί των ποταμών Βαβυλώνος» (εκδ. Αλμύρα, 2024) και μιλάει γι’ αυτή στην «Κ», λέγοντας πως επειδή πιστεύει στη σύνδεση προσωπικού και πολιτικού / κοινωνικού, θέλησε να συνδέσει τις δικές του εμπειρίες με την αποξένωση και σχεδόν εξορία που μπορεί να νιώθει ο οποιοσδήποτε στην Κύπρο, αλλά και στον κόσμο γενικότερα, από τον εαυτό του, αλλά και από τον ίδιο του τον τόπο, μπροστά στη «Βαβυλώνα» της σύγχρονης, σχεδόν ψηφιακής πλέον κοινωνίας, και του σύγχρονου οικονομικού συστήματος. Για το τι σημαίνει γι’ αυτόν και για τον κόσμο της ποίησής του ότι είναι Κύπριος ποιητής, της νέας γενιάς, λέει πως, μεταξύ άλλων: «Το να είμαι Κύπριος ποιητής της νέας γενιάς σημαίνει για μένα ότι καλούμαι, όπως κλήθηκαν και καλούνται ακόμα και οι προηγούμενες γενιές, να αποτυπώσω το πώς βιώνω την κοινωνία, τον τόπο, τον κόσμο γενικότερα, αλλά και τα διαχρονικά, μεγάλα ερωτήματα, μέσα από τη δική μου καθημερινότητα, τις δικές μου αντιλήψεις, αλλά και τον δικό μου, βαθιά προσωπικό, εσωτερικό κόσμο στην ολότητά του».

–«Επί των ποταμών Βαβυλώνος» λοιπόν, για ποια αποξένωση μιλάς και ποιες απώλειες θρηνείς;

Μιλώ για μια βαθιά και ολοκληρωτική αποξένωση, από τον εαυτό μου, από τον τόπο μου, αλλά και από τους συνανθρώπους μου, την οποία βίωσα για τα πρώτα 1-2 χρόνια που ακολούθησαν τον θάνατο της πολύ αγαπημένης μου μάνας. Ήταν μια αποξένωση η οποία, νομίζω, συσσωρευόταν μέσα μου αρκετό καιρό πριν, με την επιστροφή μου στην Κύπρο μετά τις σπουδές, και το τι αντίκρισα επιστρέφοντας, αλλά και την τραγική περίοδο της πανδημίας του Κορονοϊού, και η οποία άδραξε την ευκαιρία του πένθους για να με καταπιεί ολόκληρο, μαζί με το πένθος.

Ο στίχος από τον Ψαλμό της Παλαιάς Διαθήκης, από τον οποίο «κλέβω» τον τίτλο της συλλογής, είναι ένας θρήνος εξορίας. Έτσι βίωσα κι εγώ τον εαυτό μου, στο διάστημα που αναφέρομαι πιο πάνω. Το αίσθημα της αποξένωσης ήταν τόσο μεγάλο, που ένιωθα πως μετεξελίχθηκε σε συμβολική εξορία: από τον εαυτό μου πριν από τον θάνατο της μάνας μου, από μια ρομαντική αντίληψη για την Κύπρο και τους ανθρώπους της, από όση παιδικότητα μου είχε απομείνει στα 27 μου χρόνια, από μια εκδοχή του εαυτού μου που ένιωθε και βίωνε τα πάντα πολύ πιο έντονα, πριν να καλυφθεί ο συναισθηματικός μου κόσμος από ένα πέτρινο πέπλο πένθους, το οποίο ακόμα προσπαθώ να αποτινάξω.

Όμως, επειδή πιστεύω ακράδαντα στη σύνδεση προσωπικού και πολιτικού / κοινωνικού, γι’ αυτό και θέλησα να συνδέσω την πιο πάνω εμπειρία μου, με την αποξένωση και σχεδόν εξορία που μπορεί να νιώθει ο οποιοσδήποτε στην Κύπρο, αλλά και στον κόσμο γενικότερα, από τον εαυτό του, αλλά και από τον ίδιο του τον τόπο, μπροστά στη «Βαβυλώνα» της σύγχρονης, σχεδόν ψηφιακής πλέον κοινωνίας, και του σύγχρονου οικονομικού συστήματος.

–Είσαι Κύπριος ποιητής, της νέας γενιάς, αυτό σημαίνει κάτι για σένα και για τον κόσμο της ποίησής σου;

Σίγουρα σημαίνει κάτι. Το να είμαι Κύπριος είναι για μένα μια ταυτότητα που είναι από τη μια τόσο βέβαιη και καθημερινή που αγγίζει τα όρια του αυτονόητου, από την άλλη, είναι και μια ταυτότητα που εμπεριέχει πολλή σύγχυση και μια μόνιμη αμφιταλάντευση, λόγω της σύνδεσής μας με τον ελληνισμό, αλλά και συνάμα των τόσων άλλων κοινοτήτων που κατοικούν στο νησί και δικαιούνται στον ίδιο βαθμό με εμένα, να φέρουν την ταυτότητα του Κυπρίου.

Επιτρέπω στον εαυτό μου να μην έχω κατασταλάξει στο τι σημαίνει να είμαι Κύπριος. Υποψιάζομαι δε ότι αυτή η «ρευστότητα», αν θέλετε, που περιέγραψα, ή αυτή η αμφιταλάντευση, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το τι σημαίνει να είσαι Κύπριος, σήμερα τουλάχιστον.

Σε ό,τι αφορά τώρα το θέμα της «νέας γενιάς», μπορώ να παραδεχτώ ότι οι πιο πάνω διαπιστώσεις μου μπορεί να είναι και αυτές με τη σειρά τους, άρρηκτα συνδεδεμένες, με το ότι ανήκω στη νέα γενιά. Χωρίς αυτό να αποτελεί ούτε παραδοχή ενδεχόμενης «απειρίας» ή «αφέλειας» στα θέματα ταυτότητας, ούτε όμως και κάποια διακήρυξη «καθαρότερου μυαλού» ή «φρεσκότερης ματιάς». Το θέμα της ταυτότητας για μένα είναι καθαρά βιωματικό, και αναγνωρίζω ότι κάθε γενιά βίωσε και βιώνει τον τόπο με διαφορετικούς τρόπους.

Γι’ αυτό, το να είμαι Κύπριος ποιητής της νέας γενιάς, σημαίνει για μένα ακριβώς αυτό: ότι καλούμαι, όπως κλήθηκαν και καλούνται ακόμα και οι προηγούμενες γενιές, να αποτυπώσω το πώς βιώνω την κοινωνία, τον τόπο, τον κόσμο γενικότερα, αλλά και τα διαχρονικά, μεγάλα ερωτήματα, μέσα από τη δική μου καθημερινότητα, τις δικές μου αντιλήψεις, αλλά και τον δικό μου, βαθιά προσωπικό, εσωτερικό κόσμο στην ολότητά του.

–Κινείσαι μεταξύ κοινής ελληνικής και κυπριακής, πού αισθάνεσαι πιο άνετα ή η γλώσσα της ποίησής σου ξεπερνά τέτοιες θεωρήσεις;

Γράφω ποίηση σε όσες γλώσσες και ιδιώματα ξέρω. Μακάρι να ήξερα περισσότερες γλώσσες για να μπορούσα να γράψω ποίηση και σε αυτές. Πρέπει να παραδεχτώ ότι η πιο πάνω αμφιταλάντευση που περίγραψα ότι εμπερικλείεται στην κυπριακή ταυτότητα, έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό και με τη γλώσσα. Είμαστε από τους λίγους λογοτέχνες στον κόσμο που καλούνται να γράψουν λογοτεχνία σε μια γλώσσα, ή τουλάχιστον σε μια συγκεκριμένη μορφή μιας γλώσσας, την οποία δεν χρησιμοποιούν, σε μεγάλο βαθμό, στις περισσότερες σημαντικές προσωπικές τους σχέσεις. Αυτό σίγουρα μας επηρεάζει όλους, και ας μη θέλουμε να το παραδεχτούμε.

Δεν μπορεί να αγάπησα, να ερωτεύτηκα, να τσακώθηκα, να θρήνησα, σχεδόν αποκλειστικά, στην κυπριακή διάλεκτο, και να ισχυριστώ ότι αυτό δεν επηρέασε τη λογοτεχνία που γράφω στην κοινή ελληνική.

Από την άλλη, με ένα περίεργο τρόπο, δεν μπορώ ούτε να απαντήσω με σιγουριά στην ερώτησή σας, αν αισθάνομαι πιο άνετα να γράφω στην κοινή ελληνική, ή στο κυπριακό ιδίωμα. Πρέπει να παραδεχτώ ότι ήθελε λίγη περισσότερη προσπάθεια, να κατακτήσω την κοινή ελληνική ως γλώσσα έκφρασης των συναισθημάτων μου, και να είμαι το ίδιο συναισθηματικά ειλικρινής, όπως στην κυπριακή διάλεκτο, και αυτό, γιατί η καθημερινή τριβή που έχουμε με την κοινή ελληνική στην Κύπρο, είναι περισσότερο, τουλάχιστον όπως το βίωσα εγώ, υπό ένα μανδύα «σοβαρότητας»: οι ειδήσεις, τα νομικά και επίσημα κρατικά έγγραφα, η γλώσσα του «δημόσιου λόγου» με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Αυτό το χρώμα της «σοβαρότητας» ή «επισημότητας» (που μπορεί και ο ίδιος υποσυνείδητα να έδωσα στην κοινή ελληνική) είναι που προσπάθησα, και προσπαθώ ακόμα να αποβάλω, έτσι ώστε να μπορέσω να είμαι όσο πιο ειλικρινής μπορώ, γράφοντας σε αυτή.

Το αντίστροφο προσπαθώ να κάνω και με την κυπριακή διάλεκτο, δηλαδή να αποβάλω ένα χρωματισμό «λαϊκότητας» ή τη χροιά του «ανεπίσημου» και του «μη σοβαρού», για να μπορώ και πάλι να εκφραστώ με περίσσια ειλικρίνεια και σε αυτή.

Σε αυτό το σημείο πρέπει να παραδεχτώ ότι δεν έχω την ίδια φωνή όταν γράφω στην κοινή ελληνική, και όταν γράφω στο κυπριακό ιδίωμα. Αυτό ταυτόχρονα με γοητεύει, αλλά και με προβληματίζει. Δεν ξέρω αν καταφέρνω να αποβάλλω τους πιο πάνω υποσυνείδητους χρωματισμούς που περιέγραψα, αν θα καταφέρω να γράφω με την ίδια φωνή και στις δύο, ούτε καν αν θέλω στην πραγματικότητα, να καταφέρω κάτι τέτοιο.

Μου αρέσει πολύ το ότι μπορώ να εκφραστώ και στις δύο, και δεν θα διάλεγα ποτέ τη μία πάνω από την άλλη.

Πιστεύω ότι ο ρόλος του ποιητή σήμερα, όπως και πάντα, είναι πάνω απ’ όλα να είναι ειλικρινής

–Σε αρκετά ποιήματα της συλλογής μιλάς για τον κόσμο που υποφέρει, ήλθε ως αντίδραση στη δυστοπία του κόσμου μας, εξ ου ίσως και η «αντισυμβατικότητα» στα ποιήματά σου;

Ναι, ο ανθρώπινος πόνος είναι κάτι που με σημαδεύει βαθιά, σε όλες του τις εκφάνσεις. Με πονά να βλέπω ανθρώπους να υποφέρουν, και ένας μεγάλος λόγος που γράφω ποίηση είναι επειδή δεν μπορώ να βοηθήσω όλους όσοι υποφέρουν. Μπορώ όμως να προσπαθήσω να αφουγκραστώ τον πόνο τους, να τον επεξεργαστώ, να τον κατανοήσω, να προσπαθήσω να πείσω και άλλους να κάνουν το ίδιο.

Μπορώ τουλάχιστον να προσπαθήσω να μη συνηθίσω στον πόνο τον συνανθρώπων μου. Να μην αποδεχτώ ως νομοτελειακές οποιεσδήποτε συνθήκες προάγουν ή επιφέρουν τον πιο πάνω πόνο στους συνάνθρωπούς μου, αλλά και στον εαυτό μου.

Η δυστοπία του κόσμου μας είναι ότι αυτό σήμερα τείνει να θεωρηθεί «αντισυμβατικό».

–Αλήθεια, ποιος είναι σήμερα ο αντισυμβατικός;

Δεν νιώθω κατάλληλος να απαντήσω αυτή την ερώτηση, αλλά θα έλεγα ότι ο αντισυμβατικός σήμερα είναι εκείνος που δεν αποδέχεται οποιασδήποτε μορφής κοινωνική «νομοτέλεια». Αυτός που δεν δέχεται ότι τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να είναι αλλιώς. Αυτός που απορρίπτει το εξουσιαστικό αφήγημα ότι «ζούμε στον καλύτερο, από όλους τους πιθανούς κόσμους».

–Ποιος νομίζεις πως πρέπει να είναι ο ρόλος του ποιητή σήμερα;

Δεν θα πω ότι ο ρόλος του ποιητή σήμερα είναι να είναι κατ’ ανάγκην αντισυμβατικός με τον πιο πάνω ορισμό, ή ότι πρέπει να διαμαρτύρεται για την κατάσταση των πραγμάτων, ή οτιδήποτε άλλο μπορεί να χαρακτηρίζει προσωπικά τη δική μου ποίηση. Όπως λέει και ο Αλκίνοος Ιωαννίδης: «δε θέλω ο εαυτός μου να ’ναι τόπος δικός μου – ξέρω πως όλα αν μου μοιάζαν, θα ’ταν αγέννητη η γη».

Πιστεύω όμως ότι ο ρόλος του ποιητή σήμερα, όπως και πάντα, είναι πάνω απ’ όλα να είναι ειλικρινής. Με τον εαυτό του πρώτα, και μετά με τον αναγνώστη. Να αναζητεί ενεργά, και να μην παραγνωρίζει ποτέ του, την ομορφιά (κάτι που θα ήθελα να δουλέψω κι εγώ παραπάνω), αλλά και από την άλλη, να μην αποδέχεται ποτέ του να «κάνει με θέρμη τα στοιχειά – στιχάκια», κατά τους στίχους του Βολφ Μπίρμαν.

–Εν τέλει, τι συνιστά ποίηση για τον Αλέξανδρο Χρονίδη;

Δεν μου αρέσει να κάνω βαρυσήμαντες δηλώσεις περί του τι είναι και τι δεν είναι ποίηση. Γνωρίζω και από τις σπουδές μου στη φιλοσοφία, ότι ο ορισμός μιας έννοιας ή μιας κατηγορίας είναι εξαιρετικά δύσκολος, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί πολλές φορές και ως μέσο αποκλεισμού ή ακόμα και καταπίεσης. Αν επιμένατε να σας απαντήσω, θα σας έδινα ένα πολύ λειτουργικό ορισμό που ισχύει για μένα προσωπικά: Ποίηση είναι ότι δεν μπορεί, ή, τουλάχιστον, είναι καλύτερα να μην, ειπωθεί σε πεζό λόγο.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ Συνδεθείτε

ΑΛΛΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ

ΑΛΛΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

X

Μπες στο μυαλό των
αγαπημένων σου αρθρογράφων

Λάβε στο email σου το τελευταίο τους άρθρο τη στιγμή που δημοσιεύεται.

ΑΠΟΚΤΗΣΕ ΣΥΝΔΡΟΜΗ

Απόκτησε συνδρομή με €50 τον χρόνο για πρόσβαση στην έντυπη έκδοση.

ΑΠΟΚΤΗΣΕ ΣΥΝΔΡΟΜΗ