Της Αντριάνας Παντελή
Ενενήντα εννέα ώρες κατά μέσο όρο έχασαν οι οδηγοί στους δρόμους της Λευκωσίας τις ώρες αιχμής το 2024, σύμφωνα με την εταιρεία χαρτών και συστημάτων πλοήγησης TomTom. Μάλιστα, σύμφωνα με τη μελέτη, που δημοσιεύθηκε την περασμένη εβδομάδα η Λευκωσία καταλαμβάνει την 82η θέση παγκοσμίως στην κατάταξη των χωρών με την περισσότερη κίνηση το περασμένο έτος, αφού η μέση διάρκεια οδήγησης ανά 10 χιλιόμετρα είναι 26 λεπτά και 15 δευτερόλεπτα, αυξημένη κατά 10 δευτερόλεπτα από το 2023. Η κίνηση στους δρόμους δεν είναι απλώς ένα πρακτικό πρόβλημα μετακίνησης, λέει στην «Κ» ο ψυχίατρος και κλινικός αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, δρ Γιώργος Μικελλίδης, ωστόσο έχει «σαφείς και τεκμηριωμένες ψυχολογικές επιπτώσεις», τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα. Η εκπαιδευτική και αναπτυξιακή ψυχολόγος, Γιώτα Στύλου, λέει η κίνηση στους δρόμους υπονομεύει τόσο την ψυχική υγεία, όσο και την ασφάλεια και την ποιότητα ζωής, διότι η ψυχολογική κατάσταση μειώνει την ικανότητα συγκέντρωσης, τη λειτουργική προσοχή και αυξάνει την πιθανότητα παρορμητικών ή εσφαλμένων επιλογών, συνεπώς και την πιθανότητα ατυχημάτων.
H Λευκωσία καταλαμβάνει την 82η θέση παγκοσμίως στην κατάταξη των χωρών με την περισσότερη κίνηση το 2024, σύμφωνα με μελέτη του TomTom
Βραχυπρόθεσμα, αναφέρει ο δρ Μικελλίδης, η έντονη κυκλοφοριακή συμφόρηση ενεργοποιεί τον μηχανισμό του στρες. Ως αποτέλεσμα, παρατηρείται αύξηση της ευερεθιστότητας, του θυμού, της ανυπομονησίας και της γνωστικής κόπωσης. «Ο οδηγός βιώνει μια αίσθηση απώλειας ελέγχου και χρόνου, γεγονός που αυξάνει τα επίπεδα κορτιζόλης και οδηγεί σε μειωμένη συγκέντρωση, παρορμητικότητα και επιθετικές αντιδράσεις», συμπεριφορά γνωστή ως «road rage», εξήγησε.
Μακροπρόθεσμα, η χρόνια έκθεση σε καθημερινή κίνηση μπορεί να λειτουργήσει ως χρόνιος στρεσογόνος παράγοντας, συνέχισε ο δρ Μικελλίδης. «Έχει συσχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο άγχους, καταθλιπτικής διάθεσης, συναισθηματικής εξάντλησης, ακόμη και σωματοποίησης, δηλαδή κεφαλαλγίες, μυϊκές τάσεις, υπέρταση, κ.ά.». Ο δρ Μικελλίδης επισήμανε ότι ιδιαίτερα σε άτομα που είναι ήδη ευάλωτα στο άγχος ή εργάζονται υπό πίεση χρόνου, η κίνηση μπορεί να επιδεινώσει την ψυχική τους ανθεκτικότητα.
Σε πολλές περιπτώσεις, αναφέρει η κ. Στύλου, δημιουργείται μια γενικευμένη ψυχική ένταση που παραμένει και εκτός οδήγησης, επειδή η κίνηση βιώνεται ως μόνιμο εμπόδιο της καθημερινότητας. «Δεν είναι σπάνιο η ημέρα μιας οικογένειας να ξεκινά ήδη με αυξημένο εκνευρισμό, καθώς η πίεση για έγκαιρη άφιξη σε σχολείο και εργασία δημιουργεί στρες στους γονείς. Αυτή η συναισθηματική φόρτιση συχνά μεταφέρεται και στα παιδιά, επηρεάζοντας τη διάθεσή τους και την ικανότητα συγκέντρωσης», λέει η ψυχολόγος προσθέτοντας πως «ο οδηγός δεν μπορεί να αλλάξει τις συνθήκες στους δρόμους, απλώς τις υφίσταται», νιώθοντας αβοήθητος. Αυτή η χρόνια συναισθηματική επιβάρυνση υπονομεύει το αίσθημα αυτονομίας, δηλαδή τη δυνατότητα επιλογών, δημιουργεί μια κατάσταση εγκλωβισμού και σχετίζεται με αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης καταθλιπτικών συμπτωμάτων, όπως υποδεικνύουν πρόσφατες μελέτες για τη σχέση χρόνου μετακίνησης και ψυχικής υγείας, εξηγεί η κα Στύλου.
Ερωτώμενοι για το αν υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα στις ψυχολογικές επιπτώσεις της κίνησης και στα τροχαία ατυχήματα, και οι δύο απάντησαν πως η ψυχολογική επιβάρυνση από την κίνηση αυξάνει άμεσα την πιθανότητα ενός ατυχήματος, διότι η μειωμένη προσοχή, η γνωστική υπερφόρτωση, η επιθετική οδήγηση και η κόπωση αποτελούν καλά τεκμηριωμένους παράγοντες κινδύνου. «Ουσιαστικά, η ψυχική κατάσταση του οδηγού επηρεάζει άμεσα τη λήψη αποφάσεων σε κρίσιμες στιγμές», είπε ο δρ Μικελλίδης. Από την πλευρά της η κα Στύλου λέει: «Ο θυμός και η ανυπομονησία ωθούν τον οδηγό σε επικίνδυνους ελιγμούς, όπως απότομες αλλαγές λωρίδας, μειωμένη τήρηση αποστάσεων, παραβίαση σημάτων και υπερβολική ταχύτητα μόλις ελευθερωθεί ο δρόμος» και προσθέτει: «Το αυξημένο στρες και η εστίαση στις αρνητικές επιπτώσεις της καθυστέρησης (π.χ. «Πότε θα φτάσω», «Πόσο ακόμα θα αργήσω») αποσπούν την προσοχή από το βασικό έργο της οδήγησης, προκαλώντας καθυστερημένη αντίδραση του οδηγού σε έκτακτες καταστάσεις και λανθασμένη εκτίμηση κινδύνου, συμπληρώνει. Η «οδική οργή» μειώνει την ενσυναίσθηση και την ανοχή προς τους άλλους οδηγούς, οι οποίοι συχνά θεωρούνται «εμπόδια» που συμβάλλουν στην καθυστέρηση, ενισχύοντας την εκδήλωση επιθετικών συμπεριφορών, έτσι, όπως εξηγεί η ψυχολόγος, παρατηρούμε καθημερινά φαινόμενα όπως εκφοβισμό και πίεση προς τον μπροστινό οδηγό για αλλαγή λωρίδας, απώλεια ελέγχου παρορμήσεων λόγω θυμού και απογοήτευσης, διατήρηση επικίνδυνα μικρής απόστασης από το προπορευόμενο όχημα.
Η κα Στύλου προσθέτει πως λόγω του άγχους που προκαλεί η αργοπορία, πολλοί οδηγοί προσπαθούν να «αναπληρώσουν τον χρόνο» κάνοντας τηλεφωνήματα εργασίας ή απαντώντας σε μηνύματα. Ο οδηγός μπορεί να το χρησιμοποιήσει ακόμα και για να διαχειριστεί την πλήξη της αναμονής. «Ωστόσο, η χρήση του κινητού μειώνει σημαντικά την εγρήγορση και την αντανακλαστική απάντηση του οδηγού, ιδιαίτερα όταν η ροή της κυκλοφορίας αποκαθίσταται αιφνίδια», λέει. Παρόμοιες αντισταθμιστικές συμπεριφορές περιλαμβάνουν το ψάξιμο αντικειμένων μέσα στο αυτοκίνητο ή την ανάπτυξη υπερβολικής ταχύτητας μετά από παρατεταμένη στασιμότητα, είτε για να «κερδηθεί» ο χαμένος χρόνος είτε για την εκτόνωση του συσσωρευμένου άγχους και θυμού ή ακόμη και για την αναζήτηση μιας αίσθησης ευχαρίστησης μετά από έντονο στρες.
Όσον αφορά την ποιότητα ζωής, η κίνηση, σύμφωνα με τον δρα Μικελλίδη αφαιρεί χρόνο από τον ύπνο, την οικογένεια, την ξεκούραση και τη δημιουργικότητα. Έτσι, αναφέρει, η κίνηση δημιουργεί ένα αίσθημα «ζωής σε αναμονή», όπου η καθημερινότητα καταναλώνεται σε μετακινήσεις αντί σε ουσιαστικές δραστηριότητες. «Μακροπρόθεσμα, αυτό μειώνει τη συνολική ικανοποίηση από τη ζωή και αυξάνει το αίσθημα ματαίωσης».
«Η μείωση του ποιοτικού χρόνου επηρεάζει σαφώς τις οικογενειακές και κοινωνικές σχέσεις προκαλώντας σε κάποιες περιπτώσεις κοινωνική απομόνωση. Δημιουργείται το αίσθημα ότι η ημέρα «σπαταλιέται» και ότι ο διαθέσιμος χρόνος μειώνεται σημαντικά», συμπλήρωσε η κ. Στύλου. Σε ένα μακροπρόθεσμο επίπεδο μπορεί να συμβάλλει στην εμφάνιση burnout και στη μείωση της ανθεκτικότητας σε άλλους στρεσογόνους παράγοντες, συνέχισε λέγοντας πως το ίδιο ισχύει και για τα παιδιά, καθώς λόγω των καθημερινών μετακινήσεων για το σχολείο και τις εξωσχολικές δραστηριότητες, βιώνουν στρες και κόπωση που μειώνουν τη μαθησιακή ετοιμότητα, επηρεάζουν σημαντικά τη διάθεση και μπορεί να προκαλέσουν μια διαρκή ανησυχία.
(Πρέπει να συνδεθείτε για να μπορέσετε να σχολιάσετε αυτο το Άρθρο)
Λάβε στο email σου το τελευταίο τους άρθρο τη στιγμή που δημοσιεύεται.
ΑΠΟΚΤΗΣΕ ΣΥΝΔΡΟΜΗ
Απόκτησε συνδρομή με €50 τον χρόνο για πρόσβαση στην έντυπη έκδοση.